- λειουργός
- λειουργός, ὁ (Α)επιγρ. λιθοξόος, μαρμαρογλύπτης.[ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + -Fοργός (< ἔργον), πρβλ. ξυλ-ουργός, σιδηρ-ουργός. Η μορφή τού β' συνθετικού -Fοργός μαρτυρείται σε σύνθ. τής Μυκηναϊκής (πρβλ. tokoso-woko: τοξο-Fοργός)].
Dictionary of Greek. 2013.