λειουργός

λειουργός
λειουργός, ὁ (Α)
επιγρ. λιθοξόος, μαρμαρογλύπτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + -Fοργός (< ἔργον), πρβλ. ξυλ-ουργός, σιδηρ-ουργός. Η μορφή τού β' συνθετικού -Fοργός μαρτυρείται σε σύνθ. τής Μυκηναϊκής (πρβλ. tokoso-woko: τοξο-Fοργός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λείος — α, ο (Α λεῑος, λεία, λεῑον) 1. ομαλός στην επιφάνεια, αυτός δεν είναι τραχύς στην αφή, απαλός (α. «έχει πολύ λείο δέρμα» β. «αἴγειρος ὥς, ἥ... ἐν εἱαμενῇ ἕλεος μεγάλοιο πεφύκῃ λείη», Ομ. Ιλ.) 2. στιλπνός, γυαλιστερός 3. (για τη θάλασσα) ατάραχος …   Dictionary of Greek

  • λειουργώ — λειουργῶ, έω (Α) [λειουργός] 1. μέσ. λειουργοῡμαι, έομαι γίνομαι με κατεργασία λείος, στιλπνός 2. (κατά τον Φώτ.) καλλωπίζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”